Παρασκευή 22 Μαΐου 2009

Η νύχτα έπεσε στην παραλιακή (7)

Χοχοχο! Συνέχεια της Παρ(α)λιακής ιστορίας!
------------------------------------------------

Στην SM Νεράιδα η ζωή κυλούσε αρμονικά και η Ζωή σφουγγάριζε το πάτωμα. Τελευταία με την οικονομική κρίση τα πράγματα είχαν σφίξει και η Στελίνα είχε απολύσει την καθαρίστρια (η οποία μετά αυτοκτόνησε από την απελπισία αλλά χεστήκαμε πατόκορφα) και είχε αναθέσει τη δουλειά της στη Ζωή και το Γιούγια.
Η Ζωή τραγούδαγε ένα τραγούδι που είχε γράψει ο Νίνο όταν της είχε κάνει πρόταση γάμου πριν από 3 χρόνια (ακόμα αστεφάνωτη την έχει αν θυμάστε γιατί που λεφτά). Το έλεγαν Ουράνιο Τόξο. Ήταν πολύ όμορφο τραγούδι αλλά όλες οι δισκογραφικές το είχαν απορρίψει ως μη εμπορικό. Χαρακτηριστικά του είχαν πει: «Που είναι το τσιφτετέλι; Που είναι η καψούρα; Έχει δύσκολο στίχο! Δε μας κάνει! Ουστ!» Και είχαν πετάξει το Νίνο μαζί με το Demo CD του κωμικά έξω από το κτίριο κλωτσώντας τον με ένα τεράστιο παπούτσι.
Η Μάκι, ένα από τα κορίτσια των Bondage Queens, πέρασε και έτυχε να την ακούσει. Κοντοστάθηκε. Η Ζωή αναθάρρεψε και τραγούδησε με δυνατότερη φωνή. Όταν τελείωσε χαμογέλασε και περίμενε την απάντηση της Μάκι.
«Τι παπάρα ήταν αυτή; Δεν έχεις τίποτα καλύτερο να πεις;» είπε αδιάφορα.
Τα μάτια της Ζωής γούρλωσαν και έγιναν σαν ενός κουταβιού.
«Δε… δε σ’ άρεσε;» ψέλλισε.
«Τι να μ’ αρέσει. Ούτε τσιφτετέλι ήταν, ούτε καψούρα είχε και ο στίχος ήταν δύσκολος. Άλλη φορά να τραγουδάς το Μου την πέφτει ο κολλητός σου!»
Και έφυγε αφήνοντας τη Ζωή να κλαψουρίζει από πίσω: «Ποτέ δε θα αναγνωρίσουν το ταλέντο του πασά μου;;;;»
Η Μάκι μπήκε στο γραφείο της Στελίνας, η οποία εκείνη την ώρα δοκίμαζε ένα νέο μαστίγιο. Υποκλίθηκε κοφτά και έδωσε την αναφορά της.
«Ερεύνησα όλες τις συμμορίες της πόλης. Αρκετές από αυτές δέχτηκαν μυστηριώδεις επιθέσεις. Η συμμορία των Μπάφων έχασε ένα καλό ντηλ σε χασίς και η συμμορία των Νταβάδων ένα φορτίο Ρωσίδες ΑΑ. Κάτι δεν πάει καλά. Πολλοί φοβούνται ότι είναι μυστική επιχείρηση της αστυνομίας αλλά προσωπικά το αποκλείω. Αφού η αστυνομία είναι με το μέρος μας. Ίσως μια νέα οργάνωση…»
«Αυτό που φοβόμουν.» είπε η Στελίνα. «Πολύ καλά. Μπορείς να πηγαίνεις…»
Η Μάκι έφυγε και η Στελίνα πέταξε μακριά το μαστίγιο της θυμωμένη. Αυτό που μισούσε περισσότερο ήταν ο εχθρός της να μην την αντιμετωπίζει στα ίσα. Έκανε γρήγορα ένα τηλεφώνημα.
«’Ελα Ριουχέι… Έχω νεύρα σήμερα! Πολλά νεύρα! Θέλω κάπου να ξεσπάσω. Απόψε έλα στις 3 από το σπίτι μου. Ετοιμάσου να ματώσεις! Γεια.»
Στο ΙΒ η Άννα μιλούσε με τον Θωμά. Είχε επιτέλους βρει το κουράγιο να του μιλήσει και να γνωριστούν καλύτερα. Όταν μιλάγαν καρδούλες πέταγαν δεξιά και αριστερά και το background ήταν ροζ με sparkles. Η Άννα ήταν πουρές και το μυαλό της δε λειτουργούσε καλά.
«Και σου αρέσει ο κινηματογράφος; Και εμένα!» έλεγε ενθουσιασμένη.
«Και το θέατρο; Και μένα!»
«Και η θάλασσα; Και μένα!»
«Και οι μελαχρινές γκόμενες; Και μένα!... Εεεε…. ??? Α! Όχι αυτό δε μου αρέσει!»
«Είσαι ελεύθερη την Κυριακή;» ρώτησε ο Θωμάς.
«Ναι ναι ναι ναι! Είμαι είμαι! Όσο θες!»
«Θες να πάμε βόλτα στη θάλασσα να πιούμε κανά τσιπουράκι, να φάμε κανά χταποδάκι;»
«Αν θέλω λέει!»
«Ωραία λοιπόν! Θα σε πάρω τηλέφωνο να κανονίσουμε ώρα και μέρος! Γειά!»
Και τη χαιρέτησε και πήγε στο πόστο του στην πόρτα. Η Άννα έμεινε μια στιγμή ακίνητη και βουβή. Μετά άρχισε να χορεύει και να τραγουδάει το «Σήμερααααα, πρωτογνώρισα τη χαράααααα». Τη χαρά της την έκοψε ο Τζιν ο οποίος την αγκάλιασε επιδεικτικά από τον ώμο. Η Άννα σκιάχτηκε. Τον είχε γνωρίσει πριν από 2-3 μόλις μέρες και την είχε τρομάξει η επιμονή με την οποία τη φλέρταρε.
«Λυπάμαι που στο χαλάω Αννούλα» είπε ο Τζιν χαιρέκακα. «Αλλά την Κυριακή έχουμε δουλειά!»
«Δουλειά; Δεν είναι κλειστό το κέντρο κυριακάτικα;» ρώτησε η αθώα Άννα.
«Ναι αλλά ο Χελώνας έδωσε εντολή όλοι οι λουλουδάδες του μαγαζιού να δουλέψουν σα σερβιτόροι για το πάρτι της Bishi Records.»
«Και γιατί εμείς και όχι οι σερβιτόροι;»
«Δεν ξέρω. Άγνωσται αι βουλαί του Χελώνα! Ένα ξέρω όμως… Ότι θα περάσουμε καλά!» είπε ο Τζιν σφίγγοντας περισσότερο την Άννα.
Η Άννα αναστέναξε στενοχωρημένη. Δεν ήταν λοιπόν γραφτό της να είναι με το Θωμά; Και γιατί φοβόταν τόσο στο άκουσμα του «Θα περάσουμε καλά;»

Δεν υπάρχουν σχόλια: