Κυριακή 3 Μαΐου 2009

Η νύχτα έπεσε στην παραλιακή (5)

Επόμενο κεφάλαιο!
----------------------------------------------

Κόντευε 2 και έξω από το πολυτελές διαμέρισμα του Τζιν πάρκαρε ένα μαύρο τζιπ. Η Αρσινόη βγήκε από μέσα και κοίταξε το φως στα παράθυρα. Έπειτα κατευθύνθηκε στην πόρτα και χτύπησε το κουδούνι.

7 η ώρα τα ξημερώματα. Η Ζωή και ο Γιούγιας, υποβαστάζοντας ένα Νίνο πιο κίτρινο και από τα ρούχα του, έφτασαν στην ετοιμόρροπη πολυκατοικία τους. Με σιγανά βήματα, για να μην τους ακούσει ο σπιτονοικοκύρης, ανέβηκαν τη μισογκρεμισμένη σκάλα μέχρι τον τέταρτο όροφο όπου έμεναν. Φτάνοντας εκεί, καληνύχτισαν (τι καληνύχτισαν, καλημέρισαν καλύτερα) ο ένας τον άλλο και μπήκαν στα φτωχικά τους διαμερίσματα.

Η Ζωή έβαλε το Νίνο να ξαπλώσει και πήγε να φέρει τον κουμπαρά της, ένα χαριτωμένο γουρουνάκι. Με βαριά καρδιά το έσπασε και πήρε τα λιγοστά χρήματα που είχε μέσα για να πάει σουπερμάρκετ να πάρει τίποτα της προκοπής να φτιάξει να φάνε. Σκούπισε ένα ποντικοκούραδο που κάθονταν πάνω σε ένα πεντάευρο και, τρίβοντας τα μάτια της από τη νύστα, βγήκε πάλι έξω.

Την ίδια περίπου ώρα η Άννα έφτανε στο δικό της διαμέρισμα, ένα ημιυπόγειο. Τουλάχιστον ήταν σε πιο αξιοπρεπή κατάσταση από το αχούρι της Ζωής και του Νίνο. Μπαίνοντας μέσα, ψόφια από την κούραση αλλά σε εύθυμη κατάσταση, αφού την είχε χαιρετίσει ο Θωμάς βγαίνοντας, μάζεψε και την αλληλογραφία της. Ένα από τα γράμματα ήταν από τον αδερφό της.

«Καλά θα το διαβάσω όταν ξυπνήσω.» μουρμούρισε βαριεστημένα. «Ούτως ή άλλως μάλλον φάσεις του Θρύλου θα περιγράφει.»

Και ξάπλωσε να ξεραθεί στον ύπνο. Όχι όμως πριν βγάλει το σφηνάκι του Θωμά και το μυρίσει έντονα, για να σιγουρευτεί ότι θα ονειρευτεί αυτά τα στιβαρά μπράτσα με τις φλέβες. Αχ έρωτα έρωτα!

Γύρω στις 11 το πρωί η Αρσινόη σηκώθηκε από το κρεβάτι του Τζιν και άρχισε να ντύνεται. Ο Τζιν δίπλα της ανακάθησε αναμαλλιασμένος.

«Που πας;» ρώτησε.

«Σπίτι μου. Και μετά στη δουλειά…» απάντησε αδιάφορα η Αρσινόη που έκανε προσπάθειες να βρει το πουκάμισο της.

«Δεν κάθεσαι να πάρουμε πρωινό;»

«Όχι. Ούτως ή άλλως δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Δε μου είπες και τίποτα που να θέλω να ακούσω γενικά.»

«Αφού δεν ξέρω κάτι. Ο Χελώνας δε μου λεει τελευταία. Με θεωρεί επιπόλαιο.»

«Και πολύ καλά κάνει αλλά δε με βολεύει εμένα αυτό. Να σου πω κακομοίρη μου… Τσιμουδιά για ότι σου είπα με το αμάξι! Αλλιώς θα σου φυτέψω σφαίρα και το εννοώ!»

«Το ξέρεις είμαι τάφος! Δε με συμφέρει να το πω…»

Η Αρσινόη δεν κατάφερε να βρει το πουκάμισο της αμέσως αλλά βρήκε ένα πουά σουτιέν πίσω από το κρεβάτι. Το σήκωσε αηδιασμένη.

«Τι κακογουστιά! Ειλικρινά νομίζω πως αυτή είναι η τελευταία φορά που κοιμάμαι μαζί σου! Είσαι σαβουρογαμιάς!»

Ο Τζιν έκανε μούτρα.

«Τι πάει να πει αυτό;»

«Μα πουά σουτιέν; Σα να έγδαραν σκυλί Δαλματίας! Είναι χειρότερο από κείνο το λεοπάρ στρινγκ! Αν μου πεις ότι άρχισες να πηδάς και λουλουδούδες τώρα θα χάσω πάσα ιδέα…»

«Όχι ακόμα…» μουρμούρισε ο Τζιν χαμηλόφωνα.

Η Αρσινόη ξεφύσησε καθώς εντόπισε το πουκάμισο της. Ντύθηκε πολύ γρήγορα και πήρε το καπέλο της.

«Έννοια σου και αν ακούσεις κάτι σφύρα έτσι;» είπε προειδοποιητικά.

«Εντάξει! Εντάξει! Το πιασα! Αλλά να ξανάρθεις ε;»

Η Αρσινόη έσκασε στα γέλια. Ο Τζιν ήταν πάντα έτσι.

«Τζιν ξεκόλλα από μένα και βρες μια καλή κοπέλα να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο! Το ξέρεις ότι ποτέ δεν θα κάνουμε προκοπή έτσι! Αν και φταίω και γω γι’ αυτό… Τέλος πάντων. Γειά!»

Και έφυγε φουριόζα. Είχε προβληματιστεί πολύ με το γεγονός ότι ο Τζιν δεν ήξερε τίποτα. Η Στελίνα θα απογοητεύονταν. Έπρεπε να βρει μια άκρη και γρήγορα, αν και φοβόταν ότι γενικώς μια νέα απειλή έρχονταν στο προσκήνιο.


Δεν υπάρχουν σχόλια: