Δέκα κεφάλαια! Yay!
--------------------------------
Η Ζωή γύρισε τα ξημερώματα μαζί με το Νίνο και το Γιούγια στα φτωχικά τους διαμερίσματα. Ο Νίνο έπεσε εξαντλημένος για ύπνο αλλά η Ζωή είχε αλλού το μυαλό της. Έπρεπε να έρθει σε επαφή με το Γκο Μορίτα. Της είχε κινήσει το ενδιαφέρον. Αλλά ΦΤΟΥ δεν είχε τηλέφωνο! Τους το είχαν κόψει καιρό. Έπρεπε να πάει σε ένα περίπτερο. Και έπρεπε να βρει ψιλά.
Έψαξε το σακάκι του Νίνο και αλίευσε μερικά. Επίσης συνειδητοποίησε ότι σε λίγο θα τρύπαγε η τσέπη. Στο παλιό του το σακάκι το διπλοσταυροκούμπωτο. Όταν έβρισκε το χρόνο θα του το μπάλωνε.
Κατέβηκε φουριόζα τη σκάλα και λίγο έλειψε να πέσει στον ιδιοκτήτη, που δεν ήταν άλλος από τον ανερχόμενο αστέρα, Τομοχίσα Γιαμασίτα, ή αλλιώς Πη. Ο Πης ήταν πολύ βαμπίρ στο ενοίκιο, αν σκεφτεί κανείς ότι η πολυκατοικία ήταν προπολεμική και στα πρόθυρα κατάρρευσης.
«Α! Δεσποινίς Ζωή! Που πάτε τέτοια ώρα;» ρώτησε ειρωνικά.
«Έξω για λίγο…»
«Ελπίζω να θυμάστε πως πρέπει να έχετε το ενοίκιο έτοιμο μέχρι την επόμενη εβδομάδα…»
«Ναι… Θα το έχω! Τώρα να με συγχωρείτε…»
Και τον προσπέρασε. Ωραίο παιδί ο Πης, γεροδεμένος και με ωραία φωνή. Αλλά το μυαλό του μόνο στα χρήματα το είχε. Και πάντα σε κοίταζε με το βλέμμα της ψόφιας τσιπούρας οπότε γενικά ήταν αψυχολόγητος.
Πήγε στο περίπτερο της γειτονιάς και πήρε τηλέφωνο στο κινητό που της έδωσε ο Μορίτας. Μίλησαν για λίγη ώρα και της έκλεισε ραντεβού σε μια ταβέρνα στη θάλασσα την ερχόμενη Κυριακή. Εκεί, όπως είπε, θα την μυούσε στον τρόπο εκδίκησης που αποζητούσε.
Τις επόμενες μέρες η Στελίνα ήταν πολύ απασχολημένη με τα της συμμορίας. Οι γύρω συμμορίες άρχισαν να φοβούνται ότι οι Bondage Queens και οι ΚΑΤ-ΤΟΥΝ δεν θα μπορούσαν να τους προστατέψουν επαρκώς από την άγνωστη απειλή και ήθελαν να διακόψουν τις σχέσεις τους μαζί τους. Στην ίδια κατάσταση βρίσκονταν και ο Χελώνας φυσικά.
«Έλα ρε Μπάμπη! Τι λες πως θες να διακόψεις; Θες να έχουμε πόλεμο όπως παλιά; Οι αντίπαλοι μας αυτό επιδιώκουν!» έλεγε στο τηλέφωνο.
«Ναι αλλά… ξέρεις υπάρχει μια φήμη πως μας συμβαίνουν αυτά επειδή έχουμε παρτίδες μαζί σου και με το Χελώνα…»
«Αυτό είναι σοβαρό… Άκου πρέπει να συναντηθούμε ξανά να συζητήσουμε τι θα κάνουμε. Την Κυριακή μπορείς;»
«Ναι… Ας το κάνουμε. Έχω μια ωραία ταβέρνα δίπλα στη θάλασσα στην περιοχή μου. Θα βρεθούμε εκεί για να πιούμε κανά τσίπουρο και να συζητήσουμε;»
«Εντάξει. Ελπίζω να ανακαλέσεις τις προθέσεις σου…»
«Θα καλέσω και το Χελώνα αν δεν σε πειράζει. Αυτό αφορά και τους δυο σας…»
«……….. Εντάξει. Αν και δε μου αρέσει η ιδέα, εντάξει.»
Και έκλεισε το τηλέφωνο. Θα έπρεπε να συναντήσει τον Κάζουγια; Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που τον είδε για τελευταία φορά; Αρκετός. Αλλά δεν θα έδειχνε το παραμικρό συναίσθημα. Τον είχε ξεπεράσει αιώνες πριν.
Από την πλευρά της η Αρσινόη είχε πάει σε ένα μαγαζί με όπλα. Μια από τις αγαπημένες της ασχολίες ήταν να ψάχνει καλά όπλα για τη συλλογή της. Ο οπλοπώλης την ήξερε και της έκανε καλές προσφορές.
Εκείνη τη μέρα επεξεργάζονταν ένα 45ρι Αμερικανικής προέλευσης όταν στο μαγαζί μπήκε έναν άλλος πελάτης. Ήταν ο Κόκι, ο αρχιεκτελεστής του Χελώνα. Η Αρσινόη δεν τον ήξερε αλλά κατάλαβε αμέσως από ποια παράταξη ήταν. Έστριψε το όπλο πάνω του. Ο Κόκι ανταπέδωσε τραβώντας το δικό του. Η Αρσινόη κατέβασε το όπλο και του γύρισε την πλάτη.
«Σιγά μη χαλάσω σφαίρες σε άνθρωπο του Χελώνα.» είπε υποτιμητικά.
«Μεγαλύτερη αξία θα είχαν απ’ ότι αν τις χάλαγα εγώ πάνω σου.» ανταπέδωσε ο Κόκι.
Η Αρσινόη στράβωσε επιδεκτικά το στόμα της και άφησε το 45ρι στον πάγκο. Πέρασε δίπλα από τον Κόκι και πριν βγει είπε:
«Πάω στοίχημα ότι δεν με πετυχαίνεις ούτε στο μισό μέτρο!»
«Αυτό θα ήθελα να το δοκιμάσω.»
Η Αρσινόη χαμογέλασε και βγήκε. Καιρό είχε να συναντήσει τόσο αντιπαθητικό άτομο. Την επόμενη φορά που θα τον πετύχαινε σίγουρα θα τράβαγαν τα όπλα. Μέχρι κάποιος να έπεφτε νεκρός…
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου