Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

Η νύχτα έπεσε στην παραλιακή (17)

Ακόμα ένα κεφάλαιο της ήδη cult Παραλιακής

-------------------------------------------------

Η Ζωή έφτιαξε στο Νίνο ένα γενναιόδωρο γεύμα. Για να την ευχαριστήσει πήρε την ξεκούρδιστη κιθάρα του και της τραγούδησε. Από πάνω τους θαμπόφεγγαν τ΄άστρα. Βλέπετε για να σώσουν ηλεκτρικό έτρωγαν στην ταράτσα. Όταν ο Νίνο τελείωσε το τραγούδι του γύρισε προς τη Ζωή.
«Θα ήθελα όμως να ήξερα προς τι αυτή η ξαφνική χαρά.»
Η Ζωή ξεροκατάπιε αλλά δε μπορούσε να του πει το λόγο. Άρχισε να σκέφτεται πιθανά σενάρια και κατέληξε γρήγορα σε ένα.
«Εμ… Κέρδισα κάτι χρήματα στο ΞΥΣΤΟ και είπα να το γιορτάσουμε!»
Ο Νίνο την κοίταξε δύσπιστα στην αρχή αλλά μετά χαμογέλασε και έπιασε πάλι την κιθάρα του. Την ίδια ώρα ήρθε και ο Γιούγιας στην ταράτσα κρατώντας κάτι κονσέρβες.
«Θέλετε να μοιραστούμε;» ρώτησε και στρογγυλοκάθισε δίπλα τους.
«Πού τις βρήκες τις κονσέρβες; Εσύ δεν έτρωγες μόνο τη σάπια μίσο της μάνας σου;» έκανε ο Νίνο έκπληκτος.
«Εεεε…κέρδισα κάτι χρήματα στο ΛΟΤΤΟ.» είπε γρήγορα.
Ο Νίνο τον κοίταξε με περισσότερη δυσπιστία και ύστερα κοίταξε τη Ζωή που έκανε κάτι νοήματα στο Γιούγια. Μήπως του έκρυβαν κάτι; Αλλά όχι… Ήταν χρυσά παιδιά! Πώς ήταν δυνατόν! Και δέχτηκε να φάνε όλοι παρέα τις κονσέρβες.
Η Αρσινόη πίσω στο διαμέρισμα του Κόκι είχε αρχίσει να αναρρώνει κιόλας. Μπορούσε πλέον να κουτσαίνει χωρίς να δείχνει πολύ γελοία. Ταυτόχρονα προσπαθούσε μαζί του να βρει ποιος τους είχε επιτεθεί.
«Αυτή η αόρατη απειλή πρέπει να ήταν.» κατέληξε.
«…… Πρέπει να έχει ένα όνομα όμως. Το αόρατη απειλή ακούγεται σαν να βγήκε από τον Πόλεμο των Άστρων…» έκανε ο Κόκι.
«Εεεεκ! Σε λίγο θα μας επιτεθεί και ο Στρατός των Κλώνων;»
«Ξέρεις τον Πόλεμο των Άστρων;»
«Αμέ! Τα έχω δει όλα!»
«Έλα! Εγώ έχω και τα DVD!»
Και κάπως κατέληξαν να μιλάνε για τις αγαπημένες τους ταινίες…
Η Στελίνα βρισκόταν στην έπαυλη της ανάστατη. Η εξαφάνιση της Αρσινόης είχε κάνει άνω κάτω τη συμμορία. Η ίδια ένιωθε τον κίνδυνο. Αλλά δεν ήξερε τι να κάνει. Ήταν τότε που την πλησίασε το κατοικίδιο της, ο Ριουχέι Μαρουγιάμας. Φορούσε δερμάτινα και ένα κολάρο. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες γιατί μπορεί να μας διαβάζουν παιδιά!
«…… Υπάρχει κάποιος που μπορείς να συμβουλευτείς ξέρεις…» της ψιθύρισε ύπουλα στο αυτί.
Η Στελίνα γύρισε και τον αντίκρισε ξαφνιασμένη. Ήταν η πρώτη φορά που της έλεγε κάτι εκτός από «ΧΤΎΠΑ ΜΕ ΑΦΕΝΤΡΑ».
«Για λέγε. Ποιος;» ρώτησε κοφτά.
«Πρώτα θέλω 20 ξυλιές αλλιώς δε στο λέω!»
Η Στελίνα αναστέναξε και έπιασε το μαστίγιο. Ο Ριουχέι ήταν αθεράπευτα μαζόχας. Αφού του έδωσε αυτό που ζήταγε της τα ξέρασε όλα.
«Θα πας σε ένα κουτούκι στα Καμίνια που λέγεται Το Βαπόρι Τ’ Ουρανού. Θα ζητήσεις να δεις τον Τομόγια. Αυτός ξέρει πολλά… Μπορεί να ξέρει και τα πάντα!»
Χωρίς να κάτσει να το πολυσκεφτεί, την επόμενη μέρα κιόλας, πήγε σε αυτό το Βαπόρι Τ’ Ουρανού. Στην είσοδο του έπεσε πάνω σε μια γνωστή φυσιογνωμία.
«Εσύ εδώ;» έκανε ξαφνιασμένη.
Ο Χελώνας, που μόλις έβγαινε από το μαγαζί, ξαφνιάστηκε το ίδιο αλλά επέστρεψε γρήγορα στο αγέρωχο βλέμμα του. Έβαλε το καπέλο του με χάρη και είπε.
«Πιστεύω πως εδώ θα βρεις τις απαντήσεις που ζητάς.»
Και έφυγε. Η Στελίνα χαμογέλασε καθώς τον έβλεπε να απομακρύνεται. Αυτό ήταν μόνο ένα κομμάτι της ατέλειωτης γοητείας του. Μπήκε στο μαγαζί.
Το κουτούκι ήταν τίγκα στον καπνό από τους ναργιλέδες και τα τσιγάρα. Σκέτος τεκές! Όλοι οι θαμώνες ήταν άντρες, από αυτούς που θα έλεγες παλιομοδίτες μάγκες. Έκαναν ναργιλέ, κάπνιζαν και έπαιζαν τάβλι ή κομπολόι. Στο πάλκο ένα μάτσο τυπάδες έπαιζαν μπουζούκι.
Η Στελίνα κάθισε σε ένα τραπέζι. Όλο το μαγαζί την κοίταζε. Αυτή τους ανταπέδωσε το βλέμμα και οι περισσότεροι γύρισαν στις ασχολίες τους. Ο σερβιτόρος την πλησίασε.
«Τι θα πάρετε μαντάμ;» ρώτησε.
«Φέρε ένα ούζο και ένα ναργιλέ. Και θέλω και τον Τομόγια.»
«Ποια τον ζητεί περικαλώ;»
«Η Στελίνα των Bondage Queens. Είναι επείγον.»
Ο σερβιτόρος μόλις άκουσε το όνομα της συμμορίας έσπευσε να κάνει ότι του είπε η Στελίνα. Οι θαμώνες πάλι την κοίταζαν. Μετά από λίγη αναμονή ο σερβιτόρος επέστρεψε με την παραγγελία και έναν τυπά να τον ακολουθεί καταπόδας. Αυτός ήταν ο Τομόγιας Νάγκασες. Φορούσε πουκάμισο και είχε το κουστούμι ριγμένο στους ώμους. Κλασικός ρεμπέτης.
Κάθισε απέναντι από τη Στελίνα και άναψε ένα τσιγάρο. Η Στελίνα τον κάρφωσε επίμονα και πήγε να πει κάτι. Αλλά πριν προλάβει ο Τόμογιας φύσηξε τον καπνό του και είπε.
«Β6. Αυτοί που ζητάς ονομάζονται Β6…»
Στο δρόμο προς το ΙΒ ο Χελώνας έκανε ένα τηλεφώνημα.
«Τζούνο… Πού είναι ο Τζιν; Δεν τον βρίσκω; Τέλος πάντων. Θέλω να ερευνήσεις το όνομα Β6 όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ο Κόκι δεν εμφανίστηκε ακόμα ε; …. Εντάξει. Θα σου εξηγήσω όταν φτάσω. Εσύ άρχισε τις κινήσεις…»

Δεν υπάρχουν σχόλια: